- ан
- σύνδ. αντί θ.απλ. όμως, αλλά•
думал отдохнуть ан опять командировка υπολόγιζα να ξεκουραστώ, όμως πάλι φύλλο πορείας.
(μόριο επιταχτικό)• μπά•Дай мне денег. —ан нет, не получишь! Δόσε μου χρήματα. —Μπά, δε θα πάρεις, δε σου δίνω.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.